λωίων

λωίων
λωΐων, λώιον και λωίτερος, -έρα, -ον, αττ. τ. λῴων, λῷον (Α)
1. ευαρεστότερος, επιθυμητότερος («τόδε λώιόν ἐστι», Ομ. Οδ.)
2. καλύτερος («εἴ τι δὴ λῷον πέλοι», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) λώϊον
καλύτερα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώϊον
μέτρο όγκου για τη μέτρηση χωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γεγονός ότι το ουδ. λώϊον μαρτυρείται χρονικά πιο πριν από ό,τι το αρσ. λωΐων οδήγησε στο να διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. λώϊον ήταν αρχικά το ουδ. ενός επιθέτου λώϊος «ωραίος, ωφέλιμος, χρήσιμος, αίσιος» (το επίθετο είναι σπάνιο), το οποίο εκ τών υστέρων χρησιμοποιήθηκε ως συγκριτικό, δημιουργώντας αναλογικά το αρσ. λωΐων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο τ. λώϊον συνδέεται με τον τ. λῆμα «τόλμη, ανδρεία» και με ένα αμάρτυρο *Fλώιος «επιθυμητός» < θ. *Fλη- τού ρ. λῶ, λῆν «θέλω, επιθυμώ» (πρβλ. λῶ). Παρ' όλα αυτά, η ετυμολ. του συγκριτικού τ. , ἡ λῴων, το λῷον παραμένει αβέβαιη, καθώς έχει διατυπωθεῖ και η άποψη ὅτι το θέμα του τ. είναι αρχικό και πρωτόθετο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λωίων — o neut gen pl λωίων o masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λωίων — Λῷος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῴονα — λωίων o neut nom/voc/acc comp pl λωίων o masc/fem acc comp sg λωίων o neut acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωίτερον — λωίων o masc acc sg λωίων o neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώιον — λωίων o masc/fem voc comp sg λωίων o neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωιτέρη — λωίων o fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωιτέρην — λωίων o fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωιτέρης — λωίων o fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωιτέρῃ — λωίων o fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωιόνων — λωίων o gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”